- γραμματικεύομαι
- γραμμᾰτ-ικεύομαι, Dep.,A to be a grammarian, AP9.169 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γραμματικευομένων — γραμματικεύομαι to be a grammarian pres part mp fem gen pl γραμματικεύομαι to be a grammarian pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικευομένοις — γραμματικεύομαι to be a grammarian pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικευσαμένῳ — γραμματικεύομαι to be a grammarian aor part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικευόμενος — γραμματικεύομαι to be a grammarian pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικεύεσθαι — γραμματικεύομαι to be a grammarian pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγραμματίκευτος — ἀγραμματίκευτος, ον (Μ) [γραμματικεύομαι] αυτός που είναι άπειρος τής γραμματικής, που έχει άγνοια τής γραμματικής … Dictionary of Greek